Αγία Οικογένεια

Αγία Οικογένεια
Η οικογένεια του Ιησού Χριστού, καθώς και εορτή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που καθιερώθηκε από τον πάπα Βενέδικτο IE’. Σε αυτήν προβάλλεται o Ιησούς, η Μαρία και ο Ιωσήφ ως υπόδειγμα οικογένειας. Γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή ύστερα από τα Φώτα ή, αν αυτή συμπέσει να είναι η όγδοη ημέρα ύστερα από αυτά, το προηγούμενο από αυτά Σάββατο. Η Α.Ο. υπήρξε προσφιλές θέμα πολλών ζωγράφων της Δύσης και πίνακες με το θέμα αυτό υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πινακοθήκες του κόσμου. «Η Αγία Οικογένεια», αξιόλογο έργο του Ιταλού ζωγράφου Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (1449-1494) (Πινακοθήκη του Νοσοκομείου των Αθώων, Φλωρεντία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπρέρα, Πινακοθήκη — Κτισμένη με εντολή των ιησουϊτών σε σχέδιο του Φ.Μ. Ρικίνι (από το 1615) η έδρα της σημερινής πινακοθήκης προοριζόταν, το 1776, από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία να δεχτεί λαϊκές σχολές, ανάμεσα στις οποίες και μια Ακαδημία Καλών… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Φλόρις, Φρανς — (Floris, 1516 – 1570). Ολλανδός χαράκτης και σχεδιαστής. Έφυγε από την πατρίδα του την Αμβέρσα και εργάστηκε αρχικά στη Φλωρεντία και έπειτα στη Ρώμη. Όταν γύρισε ξανά, φιλοτέχνησε διάφορα διακοσμητικά έργα και πίνακες με θρησκευτικά και… …   Dictionary of Greek

  • Σινιορέλι, Λούκα — (Signorelli). Ιταλός ζωγράφος (Κορτόνα, περίπου το 1450 1523). Η διαμόρφωση του βασίστηκε στα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, με τον οποίο φαίνεται ότι εργάστηκε (Βαζάρι, Πατσόλι) γύρω στο 1470, και του Πολαϊόλο, του πιο συγγενικού μ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βαρκελώνη — (Barcelona). Πόλη (1.496.266 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ισπανίας στις ακτές της Μεσογείου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.728 τ. χλμ., 4.804.626 κάτ. το 2001) και του γεωγραφικού διαμερίσματος της Καταλονίας. Είναι χτισμένη σε παράλια πεδινή… …   Dictionary of Greek

  • Ερμιτάζ — Κρατικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης της Ρωσίας. Αποτελεί το μεγαλύτερο μουσείο τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού της Ρωσίας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Αρχικός πυρήνας του ήταν τα έργα τέχνης που συγκέντρωσε η Αικατερίνη B’… …   Dictionary of Greek

  • Ζαλέσκι, Γιόζεφ Μπογκντάν — (Jozef Bogdan Zaleski, 1802 – 1886). Πολωνός ποιητής. Πολέμησε το 1831 υπό τις διαταγές του Σκργινέσκι και, μετά την εγκατάστασή του στη Γαλλία, ταξίδεψε στη Γερμανία, στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στην Ιταλία. Τα σημαντικότερα ποιήματά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”